οροφώ

οροφώ
(ΑΜ ὀροφῶ, -όω) [οροφή / όροφος]
επικαλύπτω κάποιον χώρο με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω, ταβανώνω («οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῑς», Πλούτ.)
μσν.
μτφ. επικαλύπτω, επιστεγάζω
αρχ.
δίνω σε κάτι το σχήμα οροφής, στέγης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀρόφῳ — ὄροφος reed used for thatching houses masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρόφωι — ὀρόφῳ , ὄροφος reed used for thatching houses masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαθώ — καλαθῶ, όω (Μ) [κάλαθος] καλύπτω με τεμάχια λεπτών σανίδων το εσωτερικό μέρος τής στέγης, την οροφή, ταβανώνω, οροφώ* …   Dictionary of Greek

  • κατοροφώ — κατοροφῶ, όω (Μ) καλύπτω με οροφή, επιστεγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀροφῶ «καλύπτω με οροφή»] …   Dictionary of Greek

  • οροφωτής — ὀροφωτής, ὁ (Μ) [οροφώ] ο κατασκευαστής οροφών, στεγών …   Dictionary of Greek

  • οροφωτός — ὀροφωτός, ή, όν (ΑΜ) [οροφώ] αυτός που φέρει οροφή, στεγασμένος, σκεπαστός …   Dictionary of Greek

  • ορόφωμα — το (Α ὀρόφωμα) [οροφώ] οροφή, στέγη …   Dictionary of Greek

  • ορόφωση — η (ΑΜ ὀρόφωσις) [οροφώ] κατασκευή οροφής, στέγασμα, ταβάνωμα αρχ. κατασκευή θόλων …   Dictionary of Greek

  • περιοροφώ — όω, Μ στεγάζω κυκλικά με οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀροφῶ (< ὀροφή)] …   Dictionary of Greek

  • συνοροφώ — όω, Α επιστεγάζω με οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀροφῶ «στεγάζω, σκεπάζω» (< ὀροφή / ὄροφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”